θάρρη

θάρρη
θάρσος
courage
neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)
θάρσος
courage
neut nom/voc/acc dual (attic doric aeolic)
θαρσέω
to be of good courage
pres imperat act 2nd sg (attic doric aeolic)
θαρσέω
to be of good courage
imperf ind act 3rd sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • θαρρῇ — θαρσέω to be of good courage pres subj mp 2nd sg (attic) θαρσέω to be of good courage pres ind mp 2nd sg (attic) θαρσέω to be of good courage pres subj act 3rd sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ήθι — το (Μ ἤθι) παρουσιαστικό, όψη. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < ήθη, πληθ. τού ήθος, πρβλ. θάρρι < θάρρη τού θάρρος] …   Dictionary of Greek

  • θάρρι — θάρρι, τὸ (Μ) θάρρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. θάρρι δημιουργήθηκε αναλογικά προς τον τ. της ονομαστικής πληθ. θάρρη (πρβλ. το ήθος, τα ήθη > το ήθι] …   Dictionary of Greek

  • θάρρος — Τίτλος διαφόρων ελληνικών εφημερίδων. Η πρώτη ήταν της Καλαμάτας (1899) που εξέδωσε ο Ιωάννης Αποστολάκης, και ακολούθησαν ομώνυμες των Τρικάλων (1908 41) του Λ.Ν. Κλειδωνόπουλου, της Σμύρνης (1910 22) του Σ. Σολωμωνίδη, του Πειραιά (1913 41) του …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”